- παυσίμαχος
- Ιστορικός και γεωγράφος από τη Σάμο. Έζησε σε άγνωστη εποχή. Έγραψε τις Κτίσεις, ιστορία και περιγραφή της Γης.
* * *-ον, Αεπιγρ. αυτός που καταπαύει τη μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- τού παύω (πρβλ. παῦσις) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. λυσί-μαχος].
Dictionary of Greek. 2013.